Η ασάλευτη ζωή
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω, καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω, καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω. καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα, θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες, κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα. Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία. Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου. Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια, ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι, ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!» Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη, μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου. Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη! Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου. Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη, μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων, τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων! Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι, δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις, μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε, κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης. Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!» Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω! Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
Κωστής Παλαμάς, 1903
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου